Απόγευμα κάπου στα 1980 ένα δωδεκάχρονο πιτσιρίκι νιώθει μια περίεργη διαφορετικότητα που δεν ξέρει τι να την κάνει, δεν ξέρει από που πηγάζει και ούτε ξέρει προς τα που να βαδίσει.
Προσπαθεί να παίξει λίγο ποδόσφαιρο στις αλάνες του χωριού μπας και βρει κάτι που να τον γεμίσει, προσπαθεί να γίνει καλός στο σχολείο μπας και λύση το μυστήριο της ψυχής του, μα στο τέλος κάθε μέρας λίγο πριν κοιμηθεί νιώθει αυτό το κενό και μια φλόγα μαζί μέσα στα στήθη του που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει ούτε ένα βράδυ.
Μέσα στο σαλόνι του σπιτιού του υπάρχει κάτι που του τρώει την περιέργεια να το σκαλίσει, τον τραβάει σαν μαγνήτης μόνο στην σκέψη να πατήσει το κουμπάκι που γράφει on.
Ρωτάει δειλά-δειλά την μητέρα του αν μπορεί να το ανοίξει και κείνη του λέει να ρωτήσει τον μπαμπά.
Μετά από πολλές μέρες σκέψης και δισταγμού παίρνει την μεγάλη απόφαση να ρωτήσει τον μπαμπά.
Κάνει εκατομμύρια σκέψεις και σενάρια και όλα καταλήγουν στο μυαλό του πως η απάντηση θα είναι αρνητική μέχρι που τελικά παίρνει το θάρρος να πάρει την απάντηση.
Μπαμπά λέει διστακτικά ο πιτσιρίκος μπορώ να ακούσω μουσική στο πικάπ που έφερες από την Γερμανία; σιγή και η καρδιά του πάει να σπάσει λες και ξέρει πως αν του πει ναι θα του αρέσει, λες και ξέρει πως θα βρει την λύση στην διαφορετικότητά του λες και...... τελικά σπάει την σιωπή και τον κόσμο του μικρού η φωνή του μπαμπά που του λέει: ναι αλλά πρόσεχε μην το χαλάσεις.
Έμοιαζε με την πιο σημαντική στιγμή της ζωής του και ας μην ήξερε τι θα συναντήσει και τι θα ακούσει από κάτι μικρά σαρανταπεντάρια δισκάκια .
Αν και η λογική έλεγε να βάλει να ακούσει αυτά που μπορούσε να διαβάσει τα ονόματα πάνω στα δισκάκια τα ελληνικά δηλαδή, αυτός προτίμησε να ξεκινήσει από κείνα που τον τραβούσαν από τα μαλλιά και τα ένιωθε να του φωνάζουν βάλεμε να παίξω.
Πιάνει ένα δισκάκι που έγραφε Bachman Turner Overdrive - You Aint Seen Nothing Yet
το βάζει και να.... κάτι σαν να άλλαξε στον κόσμο του..... κάτι σαν να γλύκαινε την ζωή του.
Ήταν ο ρυθμός; ήταν κάτι που δεν είχε ξανακούσει; ήταν που το χέρι του πήγε στο volume και ήθελε έτσι στα καλά καθούμενα να το βάλει στο δέκα; ήταν κάτι που δεν καταλάβαινε αλλά ήξερε πως άνοιξε την πόρτα για το άγνωστο, ένιωθε την καρδιά του να χοροπηδάει στον ρυθμό του τραγουδιού και όλο αυτό τον έκανε να νιώθει μια σπάνια ομορφιά.
συνεχίζεται...........
Άκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου